φρουρός

φρουρός
φρουρός, ,
A watcher, guard, IG12.11.9, al., 42(1).40.16 (Epid., v/iv B. C.), E.Ion22, Rh.506; φρουροὺς ἐγκατέλιπον left a garrison in a place, Th.2.6, cf. 4.25;

ἐκβάλλειν τοὺς φ. Id.8.108

;

οἱ φ. οἱ ἐν Ἄνδρῳ IG22.123.10

;

οἳ . . ἄριστοι φ. τε καὶ φύλακες . . εἰσί Pl.R.560b

; identified with φύλακες, X.Cyr.8.6.1,3;

τοὺς φύλακας οἷον φρουρούς Arist.Pol.1264a26

. (Contr. from Προορός (cf. οὖρος (B)), as φροίμιον from προοίμιον, φροῦδος from πρὸ ὁδοῦ.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρουρός — watcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α 1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.) 2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • φρουρός — ο 1. αυτός που φρουρεί, που φυλάγει κάτι, ο φύλακας και ιδίως ο στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς: Οι φρουροί των συνόρων. 2. στρατιώτης ή ναύτης ή σμηνίτης «σκοπός», που «φυλάει βάρδια», ο βαρδιάτορας, το καραούλι. 3. καθένας που είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουροί — φρουρός watcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρούς — φρουρός watcher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρέ — φρουρός watcher masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρῷ — φρουρός watcher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρόν — φρουρός watcher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρώ — φρουρός watcher masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφρουρος — εὔφρουρος, ον (Α) άγρυπνος, προσεκτικός, καλοφυλαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. αρχί φρουρος, θεό φρουρος] …   Dictionary of Greek

  • θεόφρουρος — θεόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. δρακοντό φρουρος, έμ φρουρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”